- απρονοησία
- ηέλλειψη προνοητικότητας, απερισκεψία: Ήταν απρονοησία μου να μη βάλω τα χρήματα στην τράπεζα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπρονοησία — ἀπρονοησίᾱ , ἀπρονοησία improvidence fem nom/voc/acc dual ἀπρονοησίᾱ , ἀπρονοησία improvidence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρονοησία — η (Α ἀπρονοησία) έλλειψη πρόνοιας, απερισκεψία … Dictionary of Greek
ἀπρονοησίας — ἀπρονοησίᾱς , ἀπρονοησία improvidence fem acc pl ἀπρονοησίᾱς , ἀπρονοησία improvidence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρονοησίαν — ἀπρονοησίᾱν , ἀπρονοησία improvidence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλογώ — ἀλογῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. δεν προσέχω σε κάτι, αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι 2. είμαι παράλογος (μέσ. ή παθ.) 1. περιφρονούμαι, καταφρονούμαι από κάποιον 2. διαπράττω απρονοησία, παρασύρομαι από κακό ή εσφαλμένο υπολογισμό, κάνω λάθος 3.… … Dictionary of Greek
απροβλεψία — η έλλειψη προβλεπτικότητας, απρονοησία … Dictionary of Greek
απρομήθεια — ἀπρομήθεια, η (Α) έλλειψη πρόνοιας, απρονοησία … Dictionary of Greek
ψάχνω — και διαλ. τ. ψάχω Ν 1. αναζητώ, γυρεύω κάποιον ή κάτι (α. «ψάχνω τον δάσκαλο» β. «ψάχνω το σπίτι του») 2. ερευνώ («έψαξαν όλο το σπίτι») 3. ψαχουλεύω («ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά») 4. μέσ. ψάχνομαι α) αναζητώ κάτι επάνω μου («μισή ώρα ψαχνόταν … Dictionary of Greek
δόσεις, πώληση με- — Ειδική μορφή καταναλωτικής πίστωσης, που επιτρέπει στον αγοραστή να αποκτήσει ένα εμπόρευμα καταβάλλοντας στον πωλητή μόνο ένα μέρος της τιμής του, με την υποχρέωση να πληρώσει το υπόλοιπο σε έναν καθορισμένο αριθμό δόσεων, σε κανονικά διαστήματα … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek